- φιλοχρηματίας
- φιλοχρηματίᾱς , φιλοχρηματίαlove of moneyfem acc plφιλοχρηματίᾱς , φιλοχρηματίαlove of moneyfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
богатолюбьѥ — БОГАТОЛЮБЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Любовь к богатству: б҃атолюбь˫а ради. прокаженье себе въсхыщьша. (φιλοχρηματίας χάριν) ПНЧ XIV, 178г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)